- εγκοιλαίνω
- (AM ἐγκοιλαίνω)καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκοιλαινόμενοι — ἐγκοιλαίνω hollow pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλάνασαν — ἐγκοιλά̱νᾱσαν , ἐγκοιλαίνω hollow aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)